Στο Κυριακάτικο τραπέζι

Στο Κυριακάτικο τραπέζι

Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό (δε)κατα, τεύχος 35, φθινόπωρο 2013

«Στο δικό μου σπίτι δεν επιτρέπονται αυτά, ακούς;» είπε και έριξε ένα χαστούκι. «Η δική μου κόρη δε θα διαβάζει τέτοια αίσχη, ακούς;» είπε κι έριξε κι άλλο χαστούκι.

Κι άλλο, κι άλλο, κι άλλο, κι άλλο.

Όταν ξεθύμανε, ξεφύσηξε και κοίταξε έξω από το παράθυρο. «Πού έκανα λάθος με σένα, δε ξέρω. Αλλά βέβαια, η μάνα σου τα φταίει, ποιος άλλος, αυτή σε κακόμαθε».

Έριξε μια ματιά προς τη μισάνοιχτη πόρτα. «Εσύ τα φταις», φώναξε «εσύ την έκανες τέτοια απείθαρχη».

Βγήκε από το δωμάτιο και την άφησε στο πάτωμα.

Αυτή δεν είχε κλάψει. Πάνε χρόνια από τότε που έκλαιγε όταν τη χτυπούσε. Τώρα τα μάτια της ήταν στεγνά πάντα.

Δίπλα της ένα δυο σχισμένες σελίδες του βιβλίου, το υπόλοιπο σιγόκαιγε στη φωτιά του τζακιού. Δεν ήθελε να διαβάζει «αντιχριστιανικά» πράγματα ο πατέρας της. Δεν ήθελε να διαβάζει ποιήματα που μιλούσαν για αμαρτωλά θέματα. Το ήξερε. Αλλά το βιβλίο που βρήκε στο δωμάτιο του θείου, του αγαπημένου της θείου που τον είχε πετάξει ο πατέρας της από το σπίτι, δε μπορούσε να το αφήσει. Το ‘βαζε κάτω από το προσκεφάλι της. Έφτιαχνε εικόνες στο μυαλό της πρωτόγνωρες και μεθυστικές.

Σηκώθηκε αργά. Μια μελανιά σχηματιζόταν ήδη στο μπράτσο της, εκεί που την είχε αρπάξει.

 

Το Κυριακάτικο τραπέζι ήταν στρωμένο με κάθε επισημότητα. Σήμερα είχε έρθει και η θεία Μάρω. Χαμογελούσε πονηρά όταν την κοιτούσε, σαν να ήξερε ένα μυστικό. Μισούσε τη θεία Μάρω.

«Να της πούμε τα νέα, αδερφέ μου;» είπε η θεία με γλυκερή φωνή μετά την προσευχή κι αφού σερβιρίστηκαν το ψητό. Την κοίταξε πλάγια. Στα μάτια της θείας είδε να καθρεφτίζεται και το δικό της μίσος.

«Ναι, φυσικά», είπε ο πατέρας. «Λοιπόν, έχουμε ευχάριστα νέα. Βρήκαμε ένα καλό παιδί για σένα. Θέλει να σε παντρευτεί και είπαμε το ναι».

Παγερή, κοφτερή σιωπή στο τραπέζι σαν τα κρύσταλλα από όπου έπιναν το κόκκινο κρασί. «Λοιπόν, είναι χριστιανός, εργατικός, με δικό του σπίτι. Τι άλλο, για πες,  Μάρω».

«Δεν είναι πολύ νέος, σαρανταρίζει θα ‘λεγα. Αλλά αυτό δεν είναι κακό ε; Ποια γυναίκα δε θέλει ένα ώριμο άντρα; Μια χαρά, εσύ 22, θα φαίνεσαι ακόμα πιο φρέσκια δίπλα του. Είναι ψηλός, καστανός, φοράει γυαλιά. Πέθανε η μητέρα του πρόπερσι κι από τότε ψάχνει μια καλή κοπέλα. Είναι χρυσό παιδί».

Ένιωσε τα σωθικά της να γίνονται αργά πάγος. Όπως καθόταν ακίνητη και αμίλητη και τους άκουγε,  ένιωθε να μετατρέπεται σιγά σε γυαλί—κοφτερό αλλά και εύθραυστο. Ή θα σπάσω, ή θα τους σπάσω, σκέφτηκε. Αλλά η σκέψη έφυγε όπως ήρθε.

Ο πατέρας της την κοίταξε αγριεμένα.

«Και κοίτα να συμπεριφερθείς σωστά ε; Αυτός θέλει γυναίκα στο σπίτι, σωστή, τίμια, νοικοκυρά—όχι μια ονειροπαρμένη που διαβάζει αισχρά αμαρτωλά αναγνώσματα. Ακούς;»

Πήρε τηλέφωνο τον θείο της. Τον αγαπημένο θείο της που ο πατέρας της είχε απαγορεύσει να ξαναδούν. «Βοήθησε με».

Τα μεσάνυχτα σηκώθηκε αθόρυβα. Πήρε το σάκο με λίγα ρούχα που είχε κρύψει κάτω από το κρεβάτι και έβαλε βαθιά στην τσέπη του τζιν το βιβλιάριο του ταμιευτηρίου. Κατέβηκε τη σκάλα νυχοπατώντας. Άνοιξε την εξώπορτα. Μύρισε το νυχτερινό αέρα. Ελευθερία! Η ευωδιά από το γιασεμί του κήπου την υποδέχτηκε σαν θετικός οιωνός. Ο θείος θα ήταν στο κόκκινο Φίατ στη γωνία. Βγήκε από την πόρτα του κήπου στο πεζοδρόμιο. Πλησίασε το Φίατ. Άνοιξε την πόρτα.

Μέσα καθόταν ο πατέρας της.

Δεν την κοιτούσε. Κοιτούσε μπροστά.

«Νομίζεις δε σε ξέρω;» είπε.  «Δε ξέρω τι είσαι; Πήρα το θείο σου το βράδυ. Το θείο που τόσο αγαπάς. Που δε γνωρίζεις τι κουμάσι είναι και γιατί σε προστατεύει από δαύτον ο πατέρας σου. Χαρτοπαίκτης ο θείος σου, δεν το ‘ξερες μάλλον. Μου τα είπε χαρτί και καλαμάρι τα σχέδια σας, όταν του υποσχέθηκα να πληρώσω τα χρέη του από τα καζίνα. Αμ εσένα τα ποιήματα σε μάραναν, και νόμιζες ότι βρήκες το σωτήρα. Τολμάς και αψηφάς τον πατέρα σου που έχει κάνει τόσο για σένα. Αλλά θα σε φτιάξω εγώ», είπε και φάνηκε η οργή που σιγόβραζε στο στήθος του. «Θα σε φτιάξω εγώ», επανέλαβε.

Την τράβηξε στο δωμάτιο της και την έδειρε όσο ποτέ. Τελείως αθόρυβα. Αυτός έδερνε και αυτή δεν έκλαιγε μέσα στη απέραντη σιωπή της νύχτας ενώ το υπόλοιπο σπίτι κοιμόταν. Φεύγοντας ο πατέρας στάθηκε στην πόρτα και της είπε: «Αύριο έρχεται ο γαμπρός. Να κρύψεις τις μελανιές και να μη μιλάς πολύ».

Ήταν δυο το μεσημέρι όταν χτύπησε το κουδούνι. Ο κύριος με τα γυαλιά, την αρχή φαλάκρας και το καφέ κουστούμι στεκόταν έξω από την πόρτα όταν άκουσε φωνές, τσιρίδες και το σπάσιμο ενός τζαμιού. Κοίταξε ψηλά απορημένος και είδε τη μέλλουσα νύφη του να έχει γίνει πουλί και να πετά ψηλά στον ουρανό.

2013 

Tags

Related Articles