Θάλασσα και μια ομπρέλα
Σήμερα ξύπνησα με διάθεση για βουτιές στο παρελθόν και πέρασα το πρωινό κάνοντας ανασκαφές στο παλιό βλογ
(α ρε fieryfairy και Wander*lust for life, με έπιασε μια συγκίνηση ένα πράμα). Ανακάλυψα το λοιπόν το παρακάτω ποστ όπου είχα διάθεση να πειραματιστώ με τη πολύ μικρή φόρμα, όπως ήταν και της μοδός τότε με την έλευση του τουίτερ.
Μικροσκοπικές ιστορίες των 50 λέξεων, μια μπουκιά η καθεμία.
Τα συστατικά της ιστορίας: Θάλασσα και μια ομπρέλα.
Τι μπορεί να βγει σε περίπου 50 λέξεις;
1.
Το φεγγάρι ασήμιζε την παραλία, τα ήσυχα νερά και τις βαθιές σκιές των δέντρων. Ο άντρας είχε λαχανιάσει. «Θα σε πιάσω!» γελούσε, στην κοπέλα που του ξεγλιστρούσε όπως η άμμος από τα δάχτυλα. Το πρωί ο ήλιος τους βρήκε γυμνούς κάτω από μια κόκκινη ομπρέλα.
2.
Η άμμος ζεστή κάτω από το σώμα της, τα πόδια της βρέχονταν από τη θάλασσα και ο άντρας τής χάιδευε αργά και ηδονικά το μηρό. «Θα μας δουν» φοβήθηκε αλλά ένιωσε πιο ερεθισμένη. Τα χάδια γλιστρούσαν απαλά στο δέρμα της. Τροπικά πουλιά έκρωζαν. Ο ήλιος έλαμπε. Ένας φοίνικας για ομπρέλα. (50)
3.
Στο κότερο ο κύριος τάδε, μάνατζερ, 56, άναψε ένα πούρο. Η νεαρή ηθοποιός, 22, ημίγυμνη, τού έβαλε ένα ποτό. Ανεπαίσθητα σχεδόν τον ακούμπησε με τα ακροδάχτυλα της. Ο μάνατζερ ανατρίχιασε. Δεν ήξερε βέβαια ότι καμιά εικοσαριά χρόνια πριν σε μια παραλία της Κατερίνης, δίπλα στη θάλασσα, κάτω από μια ομπρέλα, είχε συνουσιαστεί με την μητέρα της. (56)
4.
Η θάλασσα αγρίεψε και το καΐκι έτρεμε. Ο ψαράς έκανε το σταυρό του. Άγιε Νικόλα, σώσε με, ψιθύρισε. Ο ουρανός άστραφτε, η θάλασσα αμείλικτη έλουζε την βάρκα του. Ροζιασμένα χέρια τραβούσαν τα πανιά. «Άγιε Νικόλα…»
Στην στεριά ο ψαράς έκανε το σταυρό του. Τραβώντας σπίτι του μια ομπρέλα παραθεριστή ξέφυγε και τον χτύπησε στο κεφάλι. (55)
Bonus, μια ακόμη ιστορία-μπουκιά, χωρίς θάλασσες και ομπρέλες:
Ο ελαφρά κάθιδρος κύριος κρατούσε μια ανθοδέσμη. Κόκκινα τριαντάφυλλα «για το λουλούδι μου», όπως σκόπευε να πει. Χωρισμένος, πενηντάρης, είχε τρέξει πίσω από πολλούς ποδόγυρους τα τελευταία έξι χρόνια, αλλά κανένας ποδόγυρος δεν τον εξουθένωσε όσο αυτός ο επίμονος και πεισματάρης της νεαρής ζωντοχήρας της οποίας το κουδούνι χτυπούσε. Πριν έξι μήνες ξεκίνησε η 17χρονη κόρη του να κάνει ιδιαίτερα μαζί της, πριν έξι μήνες κι αυτός έχασε τον ύπνο του. Αυτή η θεσπέσια ύπαρξη τον στοιχείωσε ανεξίτηλα, η οποία όμως ευγενικά, μα σταθερά αρνιόταν κάθε του επίμονη πρόσκληση για δείπνο ή ποτό. Η πόρτα άνοιξε και ο κύριος πρόβαρε το καλό του χαμόγελο, μόνο που πάγωσε στο στόμα. Στην πόρτα στεκόταν η κόρη του φορώντας μόνο ένα μπουρνούζι. Του χαμογέλασε. «Τώρα φαντάζομαι θα την αφήσεις ήσυχη», είπε και του έκλεισε την πόρτα κατάμουτρα.