Η Σταχτοπούτα

Η Σταχτοπούτα

Ψαχουλεύοντας παλιά αρχεία στον υπολογιστή μου τις προάλλες, ανακάλυψα το κάτωθι διαμάντι.

Είναι μια παρωδία-τρολιά της Σταχτοπούτας που την έγραψα το’94 όταν ήμουν παιδούλα και διάβαζα αβέρτα περιοδικά, και κάποια στιγμή δακτυλογράφησα και στον υπολογιστή, προφανώς για να μη χαθεί το αριστούργημα.

Θαυμάστε λοιπόν την Σταχτοπούτα στην Αθήνα του 1994. Προσοχή: ακολουθεί απίστευτο name-dropping ανθρώπων, μπαρ, και κυρίως μόδας και καλλυντικών.

~*~

Μια φορά κι έναν καιρό, στην Αθήνα του 1994 ζούσε στην Εκάλη ένας εργοστασιάρχης μεταξωτών υφασμάτων μαζί με την μονάκριβη του κόρη. Η γυναίκα του είχε πεθάνει προ πολλού. Η κόρη του, σαν κάθε σωστή νέα της κοινωνικής της τάξης, φοιτούσε στο Αρσάκειο και είχε γίνει στα δεκαεφτά της μια λυγερόκορμη κοπέλα σαν τα κρύα τα νερά με τις αναλογίες της Κλόντια Σίφερ. Η νεαρά, αντί να συχνάζει στα διάφορα καφέ του Κολωνακίου, όπως όλοι οι νέοι της ηλικίας της, περνούσε τις ώρες της στο σπίτι διαβάζοντας Σαρτρ και Μπωντλέρ, φροντίζοντας τα ζώα της και τα φυτά του κήπου της. Ο πατέρας της, όμως, που ταξίδευε συχνά στο εξωτερικό, ανησυχούσε για την ανατροφή της κόρης του και φοβόταν μήπως της δημιουργηθούν τραύματα από τον πρόωρο θάνατο της μητρός της. Έτσι πήρε την απόφαση να παντρευτεί τη ζωντοχήρα που κατοικούσε στη διπλανή έπαυλη, ιδιοκτήτρια ακριβής μπουτίκ στο Κολωνάκι και μητέρα δύο κοριτσιών, ώστε η κόρη του να έχει παρέα.

Οι κόρες της μητριάς ήταν τελείως διαφορετικές από αυτήν. Τα μαλλιά τους θύμιζαν συστάδα θάμνου, οι γοφοί τους φαρδιοί και η μόρφωση τους ήταν ελλιπής. Αυτές οι δυο και η μητέρα τους, μια ευτραφής γυναίκα με τρία λίφτινγκ, ζήλευαν αφόρητα τη νεαρή πεντάμορφη κοπέλα που όσο μεγάλωνε έμοιαζε όλο και πιο πολύ με μανεκέν. Η ζωή της κόρης περνούσε δύσκολα όταν ο πατέρας της έλειπε στα συχνά του ταξίδια. Οι θετές αδερφές της φρόντιζαν να της κάνουν τη ζωή δύσκολη, λέρωναν «κατά λάθος» με κρασί τα Chanel συνολάκια της, δανείζονταν τα Azentin Alaia φορέματα της και τα ξεχείλωναν. Αλλά η κοπέλα είχε χρυσή καρδιά και έκανε υπομονή και δεν τις αρνιόταν τίποτα.

Ώσπου μια μέρα, ήρθε η είδηση ότι ο πατέρας της πέθανε από εγκεφαλικό. Τι θλίψη που κυρίευσε την κόρη του! Τώρα πια είχε μείνει στο έλεος της μητριάς της και των δύο κορών της!

Μετά τις σαράντα μέρες, η μητριά της έβγαλε τα μαύρα φορέματα του Armani και συνέχισε να φορά τα αγαπημένα της Ferré. Αποφάσισε να κάνει οικονομία, γιατί είχε κόρες της παντρειάς και τα Dolce E Gabbana τους κόστιζαν ακριβά. Έτσι απέλυσε τις Φιλιπιννέζες της έπαυλης και ανέθεσε στην θετή της κόρη να κάνει όλες τις δουλειές. Η δύστυχη έπρεπε να σκουπίζει, να ξεσκονίζει και να σφουγγαρίζει κάθε μέρα το 345 τ.μ. σπίτι τους, να μαγειρεύει και να εκτελεί χρέη καμαριέρας. Επιπλέον, βοηθούσε τις αδερφές της τα βράδια σιδερώνοντας τα συνολάκια τους για την καθημερινή έξοδό τους. Το δωμάτιο της το χρησιμοποίησαν σαν γκαρνταρόμπα τους και η κοπέλα αναγκάστηκε να μείνει στη σοφίτα. Ακόμη, της πήραν όλα τα ρούχα της, όλα τα αρώματα και τα Lancôme προϊόντα μακιγιάζ της και την άφησαν να φορεί μόνο ένα-δυο λουλουδάτα φορέματα από τις Αμερικάνικες αγορές. Τα ρούχα της από τις δουλειές γέμισαν στάχτη και η μητριά με τις δυο κόρες της άρχισαν να τη φωνάζουν Σταχτοπούτα. Έτσι κυλούσε η ζωή της Σταχτοπούτας για αρκετό καιρό.

Τα βράδια που η μητριά και οι δυο αδερφές της έλειπαν σε κάποιο κοσμικό πάρτι παρέα με τη Λία Χατζηπάνου και τις λοιπές Jurassic κοσμικές κυρίες, η Σταχτοπούτα ζάρωνε κοντά στη χόβολη του τζακιού και αναλογιζόταν την άτυχη μοίρα της. «Μα είναι δυνατόν, σκεφτόταν, να μένω μέσα τα Σαββατοκύριακα με τη Ρούλα του Mega, αντί να βρίσκομαι στο Χ και να χορεύω στους ρυθμούς του Jungle; Άσε που μου φόρτωσαν όλες τις δουλειές για να γλιτώσουν λεφτά τώρα που οι Φιλιππινέζες θεωρούνται τεκμήριο.»

Ένα βράδυ, λοιπόν, ο γιος ενός ζάπλουτου εφοπλιστή διοργάνωσε πάρτι για τα 23α γενέθλια του στο κλαμπ Billion Dollar Babes όπου θα διάλεγε και την ιδανική κοπέλα για κορίτσι του. Στο πάρτι θα μαζεύονταν όλη η αφρόκρεμα της Αθήνας, από τα Β.Π., μοντέλα, κοσμικοί, τραγουδιστές, ηθοποιοί, ο Πάνος Βήττας του Star Channel,η Νίνα Βλάχου και η Amber Smith, προσωπική φίλη του τεκνού και επίσημη καλεσμένη.

Αφού πέρασαν τρεις μέρες shopping, μία μέρα στο κομμωτήριο, μία μέρα στο Beauty Salon, και μερικές ώρες στη σάουνα, οι δυο κόρες ήταν έτοιμες για το πάρτι. Φώναξαν τον Μπιτζάνη για το μέικ απ, τον Τρύφωνα για το hair styling, και έβαλαν στην Σταχτοπούτα να σιδερώσει τις νέες Lacrua τουαλέτες. Η Σταχτοπούτα ήθελε πολύ να τις συνοδέψει. Τόλμησε λοιπόν και ρώτησε τη μητριά της.

«Μητριά, please, ας έρθω κι εγώ μαζί σας.»

Μα δεν πρόλαβε να τελειώσει τα λόγια της και οι κακές αδερφές είχαν βάλει τα γέλια.

«Μα που θα πας εσύ έτσι; Δεν έχεις ούτε ένα φόρεμα της προκοπής. Το Artisti που φοράς είναι περσινό και out of fashion. Εξάλλου, εμείς έχουμε πολύ σοβαρό σκοπό. Εσύ θα μας τα χαλάσεις όλα. Φέρε μου τώρα την αντιρυτιδική Retinol και γρήγορα».

Κατά τις δέκα ήταν έτοιμες και αποχώρησαν με μια άσπρη λιμουζίνα αφήνοντας πίσω τους μια έντονη οσμή αρώματος Feminite de Bois ανακατεμένη με Trésor.

Η Σταχτοπούτα έμεινε μόνη να κάνει ζάπινγκ.

«Θεέ μου», σκεφτόταν, «ας υπήρχε κάποιος τρόπος να πάω κι εγώ στο πάρτι.»

Κι εκείνη τη στιγμή, ως δια μαγείας, εμφανίστηκε μπροστά της μία ξανθιά, σαραντάρα μα καλοστεκούμενη κυρία ντυμένη totalle look Chanel και της είπε:

«Σταχτοπούτα, σήκω πάνω. Εγώ θα κάνω πραγματικότητα την ευχή σου.»

«Μα ποια είσαι;» ρώτησε απορημένη η νέα.

«Η νονά σου, η καλή νεράιδα. Σε βλέπω πόσο τυραννιέσαι, φτωχό μου κορίτσι, και γι’ αυτό θα σε στείλω στο πάρτι για να φας τις σκρόφες τις αδερφές σου!»

«Μα δεν έχω ούτε ρούχα ούτε τίποτα για να μπορέσω να πάω.»

«Γι’ αυτό είμαι εγώ εδώ.»

Η καλή νεράιδα σήκωσε το ραβδάκι της και ξαφνικά το κουρελιασμένο Artisti της Σταχτοπούτας μεταμορφώθηκε σε υπερμοντέρνο λαμέ Versace. Οι Dexim παντόφλες της αντικαταστάθηκαν από υπέροχες γόβες στιλέτο του Manolo Blahnik, ενώ παράλληλα βρέθηκε σε μια στιγμή άψογα μακιγιαρισμένη και τα μαλλιά της πήραν πλατινέ ανταύγειες.

«Είσαι έτοιμη», είπε η νεραιδονονά. «Μένει μόνο να σου βρω αυτοκίνητο και σοφέρ. Φέρε μου το χαμστεράκι σου και τη μινιατούρα της Mustang 69 από την συλλογή του πατέρα σου.»

Η Σταχτοπούτα υπάκουσε. Η νεράιδα με το μαγικό ραβδάκι της μεταμόρφωσε το χάμστερ σε σοφέρ και μεγέθυνε τη μινιατούρα.

«Καλή μου νονά, δεν ξέρω πώς να σε ευχαριστήσω», είπε η Σταχτοπούτα.

«Δεν χρειάζεται, chérie, μόνο να θυμάσαι ότι τα μάγια λύνονται τα μεσάνυχτα ακριβώς και πρέπει να γυρίσεις στο σπίτι.»

«Μεσάνυχτα; Τόσο νωρίς; Δεν μ’ αφήνεις περιθώριο ως τις δυόμισι, σύμφωνα με τον Παπαθεμελή;»

«Όχι, δεν φτιάχνω εγώ τους κανόνες. Τα παράπονα σου στο συνδικάτο νεράιδων», είπε η νονά-νεράιδα και εξαφανίστηκε.

Μόλις η Σταχτοπούτα έφτασε στη δεξίωση, όλοι έμειναν άφωνοι από την ομορφιά της. Οι κακές αδελφές της δεν την γνώρισαν καν, αλλά έσκασαν από τη ζήλεια τους, γιατί ο γιος του εφοπλιστή παραδόθηκε αμαχητί στην αγκαλιά της. Ο γιος, που ήταν πολύ τεκνό και περιζήτητος στους κοσμικούς κύκλους, είχε θαμπωθεί από την πεντάμορφη κοπέλα και χόρευε συνεχώς μαζί της στους ρυθμούς των Prodigy. Έπειτα πήγαν στο μπαρ να κατεβάσουν μερικά σφηνάκια και ο γιος άρχισε τις ερωτήσεις.

«Πώς σε λένε, πεντάμορφη κοπέλα;»

«Σταχτοπούτα. Μη σου κάνει εντύπωση, είναι το καλλιτεχνικό μου. Εσύ μπορείς να με φωνάζεις Cindy από το Cinderella.»

«Κάνεις καριέρα ως μοντέλο;»

«Όχι, γιατί δε θέλω να μου φέρονται ως αντικείμενο. Θα ήθελα όμως να ασχοληθώ με τον τομέα της μόδας. Εσύ με τι ασχολείσαι;»

«Να, μωρέ, τρέχω σε ράλι και έβγαλα κι ένα δίσκο μαζί με τον Καρβέλα. Μπορεί να με έχεις ακούσει στον Κλικ. Τα τραγούδια μου είναι ποπ με πολλές μπαλάντες.»

«Λυπάμαι, δεν ακούω μπαλάντες. Τη βρίσκω με γκραντζ, ξέρεις Nirvana, Pearl Jam, Soundgarden…Μα τι ώρα πήγε;»

«Δώδεκα παρά πέντε. Είσαι για μια βόλτα με την Πόρσε μου;» είπε ο νεαρός και έσκυψε να τη φιλήσει.

«Πρέπει να φύγω», φώναξε η Σταχτοπούτα και άρχισε να τρέχει προς την έξοδο. Ο νεαρός την ακολούθησε, φωνάζοντας την να σταματήσει. Μες την αναμπουμπούλα, η Σταχτοπούτα έχασε το ένα της γοβάκι. Μπήκε στο αυτοκίνητο και μόλις έφτασε στο σπίτι της, το ρολόι χτύπησε δώδεκα και βρέθηκε μουντζουρωμένη και αχτένιστη φορώντας τα παλιά της κουρέλια.

Στο μεταξύ ο νέος βρήκε το γοβάκι και την άλλη μέρα στο Ciao Ant1 ανήγγειλε ότι θα επισκεφθεί τα σπίτια κάθε καλεσμένου του για να δοκιμάσει κάθε κορίτσι το γοβάκι. Πράγματι, πέρασε από όλα τα Β.Π. και τέλος έφτασε και στο σπίτι της Σταχτοπούτας. Οι δυο αδερφές ήταν αυτές που δοκίμασαν πρώτα τη γόβα, όμως δε χωρούσε σε καμιά τους. Την ώρα που ο νέος απογοητευμένος ετοιμαζόταν να φύγει, παρά τις επίμονες προσπάθειες της μητριάς να τον κρατήσει λίγο ακόμη, ο Ταϊλανδός υπηρέτης του πρόσεξε μια κακοντυμένη κοπέλα που ξεσκόνιζε στο διπλανό σαλόνι ένα τραπεζάκι του Κυρίου Κρίτων. Τη φώναξε, λοιπόν, ενώ οι δύο αδερφές προσπαθούσαν να τον πείσουν ότι δεν αξίζει τον κόπο. Αλλά ο νέος επέμεινε: «Όλες έχουν δικαίωμα να δοκιμάσουν το γοβάκι.»

Η Σταχτοπούτα φόρεσε τη γόβα και αμέσως λάμψη δυνατή φώτισε το σαλόνι και ακούστηκαν σ’ όλο το σπίτι δυνατά τα νέα τραγούδια των Pearl Jam, ενώ η ίδια μεταμορφωνόταν στη γοητευτική φιγούρα της προηγούμενης βραδιάς.

«Αγάπη μου, Cindy», της είπε ο εφοπλιστής, «Επιτέλους σε βρήκα. Θέλω να ζήσουμε μαζί και να κάνουμε απογόνους. Τι λες, δέχεσαι; Θα πληρώσω το νυφικό σου από τον Όζμπεκ.»

«Φυσικά και δέχομαι», απάντησε η Σταχτοπούτα. «Θα ‘ρθω να ζήσω μαζί σου. Όσο για τις κακές αδερφές μου και την απεχθέστατη μητριά μου, θέλω να τις καταγγείλω ως φοροφυγάδες. Σε παρακαλώ, πες τον φίλο σου, τον υπουργό να τις συλλάβει για να γλιτώσω κι εγώ και εσύ απ’ αυτές.»

«Ευχαρίστως», της είπε. «Θα ΄κανα τα πάντα για σένα. Πάμε να κανονίσουμε τις λεπτομέρειες του γάμου.»

Και έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα.

Tags

Related Articles