Έρωτας Εξ Αποστάσεως
Βγήκε στο μπαλκόνι, στη γωνία που ήξερε ότι κρατούσε λίγη δροσιά το μεσημέρι. Άραξε και τεντώθηκε.
Όπως το περίμενε, αυτός βγήκε σχεδόν αμέσως στο απέναντι μπαλκόνι. Τη μυριζόταν με τη μία, λες και είχε πέσει σύρμα. Με το που έβγαινε αυτή, να σου κι αυτός.
Τον έβλεπε να τριγυρνά στο μπαλκόνι του, τάχα μου αδιάφορος και να περιεργάζεται όλες τις γλάστρες. Τα ‘ξερε τα κόλπα – και η ίδια τα έκανε. Τόσες φορές δεν έκανε ότι μυρίζει το βασιλικό και το δεντρολίβανο για να του ρίξει κλεφτές ματιές;
Τελικά αυτός σταμάτησε το γυρολόι και κοίταξε το δρόμο. Τα βλέμματα τους διασταυρώθηκαν. Όπως κάθε μέρα.
Ήταν αδύνατο, το ξέρανε και οι δύο. Τους χώριζε ένας δρόμος κι όμως ήταν σαν να τους χώριζε μια άβυσσος. Το ξέρανε ότι μαζί δε θα βρίσκονταν ποτέ. Οι συνθήκες. Και οι δικές του. Αλλά ειδικά οι δικές της. Έβγαιναν και οι δύο πάντα συνοδευόμενοι (αυτός με εκείνη), αλλά ειδικά αυτή δεν την άφηναν από τα μάτια τους οι δικοί της.
Τι άδικο να τον έχει τόσο κοντά της και να μη μπορεί να τον πλησιάσει; Πόσο χαριτωμένος της φαινόταν με τα σγουρά μαλλιά του και τα μεγάλα αυτιά! Έδινε την εντύπωση ότι ήταν αστείος τύπος, ευχάριστος, έξω καρδιά που λένε. Τον είχε δει πολλές φορές σε μεγάλα κέφια. Αυτή άραγε πώς να του φαινόταν; Σίγουρα ελκυστική – είχε ακούσει πολλούς να παινεύουν τα σχιστά, πράσινα μάτια και τα καστανά πλούσια μαλλιά της. Ίσως να του άρεζε που φαινόταν μυστηριώδης, έτσι όπως ρέμβαζε πάντα νωχελική και ήρεμη και παρατηρούσε τη γειτονιά με μισόκλειστα μάτια.
Τον φώναξαν. Εκείνη, εννοείται. Κι αυτός ποτέ δεν έλεγε όχι. Ποτέ! Πάντα έτρεχε να δει τι θέλει. Ήξερε ότι δε θα τον ξανάβλεπε, ίσως για μια μέρα.
Απογοητευμένη, άρχισε με ζήλο να γλείφει το τρίχωμα της. Τι κρίμα να είναι αυτή γάτα, αυτός σκύλος και να μένουν σε αντικρυστά μπαλκόνια.
Written 10.07.2013