Ermine furs adorn the imperious
Πάντα τη θυμόταν με εκείνη τη λευκή γούνα. Ερμίνα την έλεγε η μητέρα του όταν συναντιόταν με τη γειτόνισσα. “Τι ωραία που είναι η ερμίνα σου, βρε Κική” της έλεγε.
Η Κική χαμογελούσε. Την κοιτούσε αυτός, οχτώ χρονών μια σταλιά παιδί, μια Κική που έλαμπε. Σα σταρ του σινεμά. Του χάιδευε το κεφάλι και αυτός έσκυβε τα μάτια, κοκκίνιζε.
Ξανθιά, κατάξανθη, σπάνιο εκείνη την εποχή, στη μικρή πόλη που ζούσανε τότε δεν είχε ξαναδεί τόσο λαμπερά μαλλιά παρά μόνο στην τηλεόραση. Ψηλή γυναίκα, περνούσε τη μαμά του στο μπόι. Ήταν κάπως πιο στρόγγυλη από τη μαμά του αλλά σε διαφορετικά σημεία. Όχι ότι τότε συνειδητοποιούσε τι θα πει καμπύλες. Αυτός δεν είχε καταλαβει καλά καλά τι ένιωθε. Ήξερε μόνο πως η κυρία Κική ήταν διαφορετική από τις άλλες γυναίκες. Σαν τη μαμά του μεν αλλά όχι ακριβώς το ίδιο είδος.
Περνούσε τα απογεύματα στο δωμάτιο του παίζοντας. Όταν άκουγε τη διπλανή εξώπορτα, έτρεχε στο παράθυρο. Η Κική με τη γούνα της έβγαινε στο πεζοδρόμιο. Κλακ κλακ έκαναν τα τακούνια της στο πλακόστρωτο. Η λευκή ερμίνα άστραφτε σαν το χιόνι που κάλυπτε τις στέγες. Ο ψιλικατζής απέναντι έβγαινε στο πεζοδρόμιο “Καλησπέρα Κικίτσα” της έλεγε. Του κουνούσε το χέρι. Τον έβλεπε να την ακολουθεί με τα μάτια ως το τέρμα του δρόμου.
Μερικές φορές ακούγονταν φωνές από δίπλα. “Πάλι τα έτσουξε ο Κώστας” έλεγε ο πατέρας του και “την καημένη” έλεγε η μητέρα του.
Συνήθως έκανε μερικές μέρες να ξαναδεί την κυρία Κική, ειδικά μετά από τους πιο σοβαρούς καυγάδες. Εκείνες τις φορές, που οι φωνές και οι τσιρίδες και τα σπασίματα ήταν λες και όλα γίνονταν στο σαλόνι τους, η μητέρα του τον έπαιρνε στο ψιλικατζίδικο για σοκολάτα και έπιανε χαμηλόφωνη κουβέντα με τον ψιλικατζή ενώ αυτός έτρωγε μια ΙΟΝ με τα μάτια στο σπίτι απέναντι.
Δεν έμειναν πολύ σ’αυτή την πόλη. Το καλοκαίρι το πέρασε όλο στο χωριό της μαμάς στην Κατερίνη και μετά πήρε ο πατέρας του νέα μετάθεση στην Πελοπόννησο.
Εκεί δεν είχε χιόνια, ούτε κυρίες με γούνα. Η γειτόνισσα ήταν μια κυρία μεγαλύτερη από τη μαμά του, μεγαλύτερη και από το μπαμπά του ακόμα, μελαχρινή με τριχωτά χέρια. Αδύνατη σα στέκα.
Έμειναν χρόνια στην πόλη, μεγάλωσε. Αλλά την κυρία Κική δε μπορούσε να την ξεχάσει. Όταν τα βράδια έχωνε το χέρι του μέσα από το σεντόνι, οι φαντασιώσεις του είχαν πάντα την ίδια πορεία: ξεκινούσε να σκέφτεται κάποια συμμαθήτρια, την ήσυχη στο πρώτο θρανία με τα πλάνα μάτια της, ή την ξεπεταγμένη του τελευταίου θρανίου που κάπνιζε πίσω από τις τουαλέτες. Ή και τις δύο. Και μετά πάντα, στο τέλος, στην κορύφωση, σκεφτόταν την κυρία Κική, ξανθιά, λαμπερή με τη λευκή της γούνα.
Έτσι γεννιούνται τα φετίχ. Πέρασε φοιτητής στην Αθήνα, άλλη μια πόλη δυστυχώς που δε σήκωνε γούνες, αλλά δεν πτοήθηκε. Αγόρασε μια γούνα απομίμηση και κατά καιρούς την έβγαζε από τη ντουλάπα και την έδινε στην κοπέλα του να τη φοράει. Εντός σπιτιού. Γυμνή με τακούνια και γούνα να περιφέρεται στα πλακάκια και οι γόβες να κάνουν κλακ κλακ.
Απομίμηση η γούνα, απομίμηση Κικής και το κορίτσι. Πάντα κάτι έλειπε. Γνώρισε μερικές μεγαλύτερες, έλπιζε η ηλικία να κάνει τη διαφορά. Αλλά όχι.
Ένα χειμώνα πριν πάρει το πτυχίο και φύγει για μεταπτυχιακό, έκλεισε εισιτήριο για τη Σιάτιστα. Την πόλη που έζησε εκείνους τους μήνες. Όταν κατέβηκε το χιόνι έπεφτε πυκνό. Τα φαλακρά βουνά τριγύρω κατάλευκα, η πόλη χωμένη σε ένα λευκό πέπλο, τα βήματα του βούλιαζαν αθόρυβα στο χιόνι. Ονειρικό τοπίο, έκανε την επιστροφή του να μοιάζει σαν παραίσθηση. Έσβηνε τα χρόνια που πέρασαν και ένιωθε πάλι οχτώ χρονών. Περπάτησε ως την παλιά του γειτονιά, τα πόδια του βρήκαν το δρόμο τους εύκολα. Το ψιλικατζίδικο στην ίδια θέση, τα σπίτια απέναντι. Μπήκε κι έπιασε κουβέντα με τον ψιλικατζή.
“Εσύ είσαι βρε άτιμο; Καλέ κοτζάμ άντρας έγινες!”
Ρώτησε για την Κική. Η καρδιά του πήγαινε να σπάσει.
Ο μαγαζάτορας σκοτείνιασε. “Ναι, ναι… εδώ είναι ακόμα, στο σπίτι απέναντι.”
“Ο κύριος Κώστας; Παιδιά έκαναν;”
“Άσε, μαύρη ιστορία. Κάνανε ένα γιο. Στο χρόνο πάνω πέθανε. Έπεσε από τα σκαλιά το κακόμοιρο. Και έξι μήνες μετά πάει κι ο κυρ-Κώστας. Ατύχημα. Με το αυτοκίνητο. Και η Κικίτσα μόνη από τότε. Δεν είναι πολύ στα καλά της. Τρελάθηκε, ειδικά όταν έχασαν το μωρό. Είχαν προσπαθήσει για τόσα χρόνια.”
Αποφάσισε να της χτυπήσει. Να πει ένα γεια. Και έτσι ανέβηκε τα σκαλιά και χτύπησε το κουδούνι.
Η πόρτα άνοιξε.
Η Κική, η Κικίτσα παρέμενε μια ψηλή χυμώδης γυναίκα. Αλλά το βλέμμα της χαμένο, θολό. Τον έψαξε από πάνω μέχρι κάτω. Άπλωσε το χέρι της.
“Γιε μου;”του είπε.
Κόμπιασε. “Ε, όχι, είμαι ένας παλιός γείτονας, ζούσα δίπλα σας, παιδί…”
“Πέρνα μέσα, αγόρι μου,” ψιθύρισε. “Θα κρυώσεις”.
Τον είχε αναγνωρίσει;
Όμως όχι – μόλις έκλεισε την πόρτα τον τράβηξε και τον αγκάλιασε. Χώθηκε στην αγκαλιά της, στο ζεστό στήθος της, μύρισε την κάπως γήινη μυρωδιά της. Είχε τα χέρια του γύρω από την Κική. Για ένα κλάσμα του δευτερολέπτου ένιωσε την απόλυτη ευδαιμονία.
Μέχρι που την άκουσε να κλαίει. “Γιε μου, ήρθες; Ήρθες πίσω; Παιδί μου;” έλεγε και του χάιδευε τα μπράτσα, την πλάτη, τον έσφιγγε πάνω της.
Της τράβηξε τα χέρια. Την κοίταξε κατευθείαν στα μάτια, αλλά το βλέμμα της δεν εστίαζε πάνω του. Κοιτούσε απαρέγκλιτα στο παρελθόν. Όπως έκανε κι αυτός τόσα χρόνια. Τη χαιρέτησε με ένα φιλί στο μάγουλο. Έκλεισε πίσω του την πόρτα. Στην κυρία Κική με τη λευκή γούνα. Στο παρελθόν.
Πήρε το δρόμο για το σταθμό.
23.06.2013