Οι Κρυφοί Πίνακες του Μοναχού

Οι Κρυφοί Πίνακες του Μοναχού

Πρώτη δημοσίευση στα (δε)κατα το Φθινόπωρο 2012 (τεύχος 31)

***

Όλα ξεκίνησαν όταν είδε τα δυο σκυλιά να ζευγαρώνουν σα κολασμένα. Ο Κύριος ήθελε να τον δοκιμάσει δίχως άλλο για να τον κάνει μάρτυρα σε ένα τέτοιο θέαμα.

Είχε βγει για να μαζέψει καρπούς και χόρτα για το λιτό γεύμα του με τον Ηγούμενο. Καθώς ο τελευταίος είχε αρχίσει να χάνει την όραση του, έμενε σ’αυτόν να φροντίσει το μοναστήρι και τις δουλειές. Είχε σκύψει με προσοχή πάνω από τα κλαδιά μιας βατομουριάς όταν άκουσε περίεργες κραυγές, βογκητά και αλυχτίσματα. Ανησύχησε και πλησίασε αργά προς την πηγή των θορύβων.

Κατω από μια βελανιδιά, στο ειδυλλιακό τοπίο που μόνο ο Κύριος μπορούσε με την αστείρευτη έμπνευση του να δημιουργήσει, δυο σκυλιά ζευγάρωναν με τον πιο χυδαίο τρόπο. Μαγνητισμένος έστεκε να τα κοιτάει. Δε μπορούσε να αποστρέψει το βλέμμα από πάνω τους. Το αρσενικό είχε σταθεί σχεδόν όρθιο και τον κοιτούσε καθώς ορμούσε μες το θηλυκό ξανά και ξανά, αυτό δε αγόγγυστα δεχόταν το αρσενικό. Τρία ακόμα σκυλιά τα κοιτούσαν, τα τριγύριζαν, μύριζαν και γάβγιζαν όλο έξαψη. Περίμεναν τη σειρά τους, συνειδητοποίησε και έφριξε ο μοναχός. Τα γρυλίσματα, οι κινήσεις, το ζωώδες της πράξεως ξύπνησαν κάτι μέσα του παράξενο, απροσδιόριστο και ολότελα νέο. Δεν είχε νιώσει ξανά έτσι. Εβλεπε θαρρείς τον ίδιο το Διάβολο!

Έφυγε όπως ήταν. Παράτησε τους καρπούς και έτρεξε πίσω στο μοναστήρι αναψοκοκκινισμένος.

Στο δείπνο ήταν σιωπηλός, αλλά ο Ηγούμενος ευτυχώς δεν πρόσεξε τους χτύπους της καρδιάς του που αυτός νόμιζε ότι ήταν πιο δυνατοί κι από τις καμπάνες του Εσπερινού. Ο μόνος τρόπος να ηρεμήσει ήταν να ασχοληθεί με την αγιογραφία που είχε αφήσει ημιτελή. Τον Άγιο Σεβαστιανό. Μόνο η ζωγραφική τον ηρεμούσε. Απομονωνόταν συχνά στο εργαστήρι με τα μεγάλα παράθυρα που δεχόταν άπλετο το φως του ηλίου όλη τη μέρα. Εκείνο το απόβραδο η σκόνη χόρευε μέσα στις ηλιαχτίδες του δειλινού που έπεφταν λοξά στους πέτρινους τοίχους. Έκλεισε τρία παντζούρια και βύθισε το δωμάτιο σε μισοσκόταδο. Ένιωθε ότι το χρειαζόταν για να ζωγραφίσει.

Στάθηκε και κοίταξε τον πίνακα με πυρετικά μάτια και ένιωσε ότι ο άγιος τον κοιτούσε και αυτός. Στα μάτια του αγίου έβλεπε γνώση, σαν ο άγιος να γνώριζε τι περνούσε από το μυαλό του και τι εικόνες εισέβαλλαν απρόσκλητες στη φαντασία του.

Τον άφησε στην άκρη κι έπιασε ένα καινούριο καμβά. Αν ήταν να εκτονωθεί, ας ζωγράφιζε κάτι άλλο για να διώξει την ένταση ώστε να εκτελέσει κατόπιν καθαρός και άξιος το ιερό έργο του.

Έπιασε το πινέλο και ανακάτεψε κάποια χρώματα σχεδόν χωρίς να βλέπει. Προσπάθησε να μπει στο ρυθμό που είχε πάντα όταν ζωγράφιζε, αδειάζοντας το μυαλό του και αφήνοντας το χέρι του και την πίστη του Θεού να τον καθοδηγήσει. Ήταν δύσκολο. Οι κραυγές των ζώων τον συντρόφευαν ακόμα, το λαχάνιασμα, τα άλλα σκυλιά, αρσενικά, συγκεντρωμένα γύρω τους να κοιτάνε. Χριστέ μου, τι σκέψεις, σταυροκοπήθηκε ο μοναχός. Ύπαγε οπίσω μου Σατανά.

Οι πινελιές του ήταν βίαιες, απότομες. Πώς να σταματήσει το χέρι του, να το μετριάσει; Δύσκολα. Όταν ζωγράφιζε ένιωθε ότι το θείο έμπαινε μέσα του και αυτό είχε τον έλεγχο του χεριού του. Τελικά με κόπο έφτασε στην πολυπόθητη ηρεμία – στην κατάσταση του νου όπου το χέρι ήταν αυτό που ζωγράφιζε και το μυαλό του άδειαζε. Αν και ένα μέρος του εαυτού του αμφέβαλλε αν ήταν το θείο που τον καθοδηγούσε αυτή τη φορά.

Τα χαράματα σχεδόν είχε τελειώσει, αποκαμωμένος κοιμήθηκε μόνο μια ώρα πριν τον όρθρο. Ήταν απόμακρος και αφηρημένος στη πρωϊνή λειτουργία και το πρόσεξε και ο Ηγούμενος. Η ηρεμία που τον βρήκε μετά τον πίνακα είχε διαλυθεί σαν πρωινό σύννεφο. Δικαιολογήθηκε με πονοκέφαλο. Πήγε στο εργαστήρι και έπιασε ένα νέο καμβά. Μόνο αυτό μπορούσε να πάψει τις σκέψεις, τις φαντασιώσεις, τον ιδρώτα.

Τρεις πίνακες μετά και η ηρεμία ήταν πάντα προσωρινή. Ήταν τότε άνοιξη και η φύση στο βουνό οργίαζε. Γυναίκα η άνοιξη με τους χυμούς της, θηλυκό και η φύση, δύο κολασμένα θηλυκά που τον παρέσυραν σε σκέψεις υγρές και αισθαντικές. Μυρωδιές, γύρη, αρώματα έμπαιναν από το παράθυρο με το ζεστό αέρα και τον τρέλαιναν. Έβρισκε μόνο στη ζωγραφική ανακούφιση. Μετά τους αφηρημένους πίνακες όπου εκτόνωσε την ένταση των πρώτων ημερών με μονοκοντυλιές και ασυνάρτητες εικόνες, έπιασε και τον Άγιο Σεβαστιανό. Ζωγράφιζε με μια νέα αίσθηση σε σχέση με πρωτύτερα. Εκεί που ο στόχος του παλιότερα ήταν να αποδώσει με πιστότητα τη γαλήνη και τη σοφία του βλέμματος ενός αγίου, τώρα περνούσε πολύ χρόνο σχεδιάζοντας το φόντο. Ένιωθε ικανοποίηση βάζοντας λεπτομέρειες ασυνήθιστες και απρόβλεπτες πίσω από την εικόνα του Αγίου. Συνέχισε να αγιογραφεί με πάθος, αλλά και αμέτρητες ενοχές.  Ο ένας πίνακας διαδεχόταν τον άλλο, ο ένας άγιος μετά τον άλλο. Ζωγράφιζε ασταμάτητα, ίδρωνε και έβγαζε συχνά το ράσο του και αφηνόταν σε ένα πάθος που του ήταν αδύνατο να δαμάσει. Τα παντζούρια στο εργαστήρι ήταν πλέον μονίμως κλειστά, ζωγράφιζε στο σκοτάδι. Στις πιο βασανισμένες στιγμές του έβλεπε τους πίνακες (που έκρυβε πίσω από λινάτσες) ως διαβολικές εμπνεύσεις. Ουδεμία τάξις ή σεβασμιότητα. Μετανοούσε, έκλαιγε και οδυρόταν στο κελί του για ώρες. Νήστευε ακόμα πιο αυστηρά σε σημείο που περνούσε μέρες ολόκληρες με νερό και μια μπουκιά ψωμί και δεν ήταν λίγες οι φορές που λιποθυμούσε από την πείνα. Ο ύπνος ήταν κι αυτός ένα μαρτύριο. Έβλεπε ασταμάτητα όνειρα. Ζωντανά και πολύχρωμα και αμαρτωλά με γυμνές, φιλήδονες, χαμογελαστές γυναίκες και παντού σκυλιά να τους κοιτάνε. Συχνά ονειρευόταν την Άνοιξη ως γυναίκα, στεφανωμένη με λουλούδια και έχοντας μια μυρωδιά κολασμένη, μια μυρωδιά που τον παράσερνε σε μύριες αμαρτίες και ηδονικές διαστροφές. Ξυπνούσε καταϊδρωμένος και ντροπιασμένος. Ποτέ πριν στα 19 του χρόνια δεν είχε τέτοια όνειρα. Στις προσευχές του έλεγε πως τον είχε κυριεύσει ο διάβολος και ζητούσε απεγνωσμένα λύτρωση.

Ένα κομμάτι του εαυτού του όμως απολάμβανε τόσο αυτό το πάθος που δεν τολμούσε να εξομολογηθεί στον Ηγούμενο. Αυτό το κομμάτι τού γεννούσε νέες ενοχές, νέες μετάνοιες και νηστείες. Υπήρχαν όμως και ορισμένες σπάνιες, νηφάλιες στιγμές μετά από πολύωρη προσευχή που ένιωθε ήρεμος, σταθερός στην πίστη και Χάρη του Κυρίου του και τότε διέκρινε στους πίνακες κάτι απίστευτα θελκτικό, ζωντανό και άγριο, μια ωμή ενέργεια που τον καθήλωνε, που δεν μπορεί παρά να ήταν θεϊκής προέλευσης.

Ευτυχώς η έκταση της τυφλότητας του Ηγούμενου ήταν μεγαλύτερη απ’ ότι νόμιζε. Ο γηραιός ηγούμενος συνήθιζε αραιά και που να επισκέπτεται  το εργαστήρι και να λέει πάντα ένα καλό λόγο για τις Αγιογραφίες. Χάρηκε πολύ με την παραγωγικότητα του νέου, και ουδόλως αντιλήφθηκε τις λεπτομέρειες που ήταν μισοκρυμμένες στο φόντο των αγιογραφιών όπως τα δυο σκυλιά σε συνουσία ανάμεσα από φτέρες στον Άγιο Σεβαστιανό, το λοξό χαμόγελο του Αγίου Πατρόκλου δίπλα σε πλουμιστά πουλιά και την οργιώδη βλάστηση με τις τίγρεις που έπνιγε τον πίνακα της Αγίας Αικατερίνης.

Το μόνο σχόλιο που έκανε ήταν «Υπέροχα, λαμπερά χρώματα, Νικόλαε, μπράβο σου» και όντως ο μοναχός είχε χρησιμοποιήσει χωρίς να το συνειδητοποιήσει τα πιο ζωηρά χρώματα που είχε η παλέτα του.

Λίγες βδομάδες μετά, ο μοναχός γυμνός όπως πια το συνήθιζε ζωγράφιζε πυρετωδώς τους Παίδες Εν Καμίνω. Είχε την έμπνευση να ζωγραφίσει το πρόσωπο του στο πρόσωπο καθενός από τους Παίδες και το πρόσωπο της Άνοιξης των ονείρων του σε κάθε φλόγα. Ο αέρας φυσούσε ζεστός μέσα από τις χαραμάδες των ξύλινων παντζουριών γεμίζοντας το δωμάτιο με ένα άρωμα από ρίγανη και ρετσίνι. Ξαφνικά, άκουσε τα γέρικα βήματα να πλησιάζουν. Πετάχτηκε, φόρεσε το ράσο του και σκούπισε τον ιδρώτα του.

«Νικόλαε, τέκνο μου, καλησπέρα. Λυπάμαι που σε διακόπτω από το ιερό σου έργο».

«Πάτερ, καλησπέρα. Δε με διακόπτετε, κάθε άλλο. Κάθε σας επίσκεψη είναι ευπρόσδεκτη», είπε και προσέφερε μια καρέκλα στον Ηγούμενο.

«Νικόλαε, δε θα σε απασχολήσω πολύ. Ήθελα να σε ενημερώσω  ότι θα έχουμε επισκέψεις αύριο το πρωί. Επικοινώνησε μαζί μου ένας παλιός γνώριμος, πιστός Χριστιανός και θα έρθει να μείνει για 2 ημέρες στη μονή. Θα έρθει με ένα φίλο του. Θα ήθελα, σε παρακαλώ, μόλις βρεις χρόνο να ετοιμάσεις τα δυο ανατολικά κελιά για τη διαμονή τους».

«Βεβαίως, πάτερ».

Ο ηγούμενος σηκώθηκε να φύγει. Στην πόρτα κοντοστάθηκε και γύρισε.

«Νικόλαε παιδί μου, δε σου είπα και το πιο ευχάριστο. Ο φίλος αυτός του γνωστού μου ασχολείται με την τέχνη. Του μίλησα για το ταλέντο σου, το ζήλο και την προσήλωση σου και ενδιαφέρεται πολύ να δει τις αγιογραφίες. Αν θελήσει να τους αγοράσει, τότε, Νικόλαε, το έργο σου θα γίνει γνωστό στους πιστούς ανά τον κόσμο – πέρα από τα στενά σύνορα της δικής μας μονής. Τι λες; Δεν είναι ευχάριστο νέο;»

Ο μοναχός νόμιζε ότι θα έμενε από συγκοπή. Μετά βίας απάντησε.

«Ναι, πάτερ, πολύ ευχάριστο. Όμως, πάτερ, δεν πιστεύω ότι αυτοί οι πίνακες αξίζουν, καλύτερα να μη τους δει. Δεν είναι τίποτα το ιδιαίτερο».

«Ταπεινό μου παιδί, έχε πίστη στον εαυτό σου και στη Χάρη του Κυρίου», είπε και έφυγε αφήνοντας πίσω του το μοναχό στα πρόθυρα πανικού.

Τον Νικόλαο τον έπιασε τρέλα. Κάτι έπρεπε να κάνει. Κάπως έπρεπε να κρυφτεί, να γλιτώσει τον εαυτό του αλλά και τον Ηγούμενο από το όνειδος. Το σκάνδαλο θα ήταν μεγάλο αν ο επισκέπτης έβλεπε τους πίνακες. Ίδρωνε και ξε-ίδρωνε και στριφογύριζε σαν τρελός στο κελί του. Δεν κοιμήθηκε για ώρες κι όταν τελικά αποκοιμήθηκε είδε εφιάλτες όπου στεκόταν ανάμεσα σε ένα πλήθος που τον περιγελούσε και τον λιθοβολούσε.

Το πρωί έκρυψε τους πίνακες καλά πίσω από τις λινάτσες μέχρι να σκεφτεί τι να κάνει. Οι παλιές του αγιογραφίες ήταν μόλις τρεις. Τις έστησε στα καβαλέτα. Πώς θα δικαιολογούσε την παραγωγικότητα για την οποία τον θαύμαζε ο Ηγούμενος; Άνοιξε τα παράθυρα να μπει φως και αέρας και πήγε να σκουπίσει και να ετοιμάσει τα κελιά. Βρισκόταν σε οικτρή κατάσταση. Είχε βδομάδες να τραφεί σωστά και δε σκεφτόταν λογικά. Η λύση – να καταστρέψει τους πίνακες – τού ήταν απεχθής. Αλλά ήταν η μόνη λύση. Πριν προλάβει όμως να επιστρέψει στο εργαστήρι, άκουσε τον ηγούμενο να τον φωνάζει.

«Νικόλαε, πήγαινε σε παρακαλώ να μαζέψεις μερικά χόρτα για το γεύμα μας».

Ο μοναχός έφυγε για το βουνό από όπου είχε ξεκινήσει η περιπέτεια του. Μάζεψε τα χόρτα ανήσυχος και βιαστικός να επιστρέψει και να κατατρέψει τις αποδείξεις της αμαρτίας του. Γιατί τώρα ήταν σίγουρος πως απέτυχε στη δοκιμασία πίστης του Κυρίου. Πως αυτή ήταν όντως μια δοκιμασία και τα αισχρά όνειρα του και οι ιερόσυλες αγιογραφίες ήταν απόδειξη αυτής της αποτυχίας. Επέστρεψε γοργός και αποφασισμένος στη μονή, διέσχισε την αυλή κατευθυνόμενος προς το εργαστήρι, αλλά σταμάτησε απότομα όταν άκουσε ομιλίες.

Είχαν ήδη φτάσει!

Πλησίασε και κρυφοκοίταξε από το παράθυρο και η καρδιά του σταμάτησε. Οι λινάτσες ήταν ριγμένες στο πάτωμα και οι πίνακες ήταν ακουμπισμένοι στους τοίχους κάτω από το άπλετο φως του μεσημεριού. Όλη η ντροπή του στο φως του ηλίου! Ο Ηγούμενος στεκόταν σκεφτικός στο μέσο του δωματίου, οι δυο άντρες έβγαζαν επιφωνήματα και μιλούσαν έντονα, ενώ παρατηρούσαν τους κρυφούς του πίνακες.

Δεν είχε προφτάσει να καταστρέψει τους πίνακες, ο Θεός δεν του επέτρεψε να ξεφύγει από το δημόσιο εξευτελισμό. Ήταν η δίκαιη τιμωρία του. Δεν άντεχε να αντικρύσει όμως το βλέμμα του Ηγούμενου που τόσο τον είχε εμπιστευτεί ούτε καν να ακούσει τι έλεγαν οι δύο επισκέπτες. Έτρεξε πίσω στο βουνό αποφασισμένος να γίνει ερημίτης, να ζήσει σε μια σπηλιά απομακρυσμένος από κάθε άνθρωπο, ώστε να εξιλεωθεί για το αμάρτημα του. Έφτασε σε μια σπηλιά όπου λιποθύμησε. Το αδύναμο σκαρί του δεν άντεξε τόση ένταση. Πού να φανταστεί ότι ο επισκέπτης, ένας από τους πιο επιτυχημένους έμπορους σύγχρονης τέχνης στην Ευρώπη, είχε ήδη τηλεφωνήσει στη βοηθό του και είχε ήδη εξασφαλίσει την έκθεση των πινάκων στο Βερολίνο και στο Παρίσι.

Όταν τελικά η ομάδα διάσωσης που κάλεσε ο Ηγούμενος τον βρήκε δυο μέρες μετά, είχε αδυνατίσει τόσο που χρειάστηκε επείγουσα εισαγωγή στο νοσοκομείο του νομού. Τα ασυνάρτητα λόγια και οι παραισθήσεις του οδήγησαν τους γιατρούς να αμφιβάλλουν για τη διανοητική του κατάσταση. Λίγους μήνες μετά την έκθεση των «Κρυφών Πινάκων του Μοναχού» στο Βερολίνο, ο πίνακας του Αγίου Σεβαστιανού πουλήθηκε σε δημοπρασία του Οίκου Σόθμπις για 1.5 εκατομμύριο στερλίνες και αυτός έγινε ο πιο πλούσιος τρόφιμος ψυχιατρείου.

 

Αύγουστος 2012

Tags

Related Articles