Fragile

Fragile

Μια ιστορία για την αγάπη

Κούκλα την ανέβαζε, κούκλα την κατέβαζε.

Στο τρίτο ραντεβού τους είχε θαμπωθεί από το πόσο γρήγορα κοκκίνισε το κατάλευκο δέρμα της στον ήλιο περπατώντας για λίγο στην πόλη. Όταν της έπιανε το χέρι, θαύμαζε τους λεπτούς καρπούς, τα στρόγγυλα νυχάκια. Με απόλαυση κύκλωνε τα χέρια του γύρω από τη στενή της μέση. Η Λ. τα δεχόταν ως δεδομένο αλλά χωρίς καμία ωραιοπάθεια.  Γι’ αυτήν ήταν κάτι φυσικό, αναμενόμενο.

Από μικρή άκουγε συγγενείς και φίλους να μιλάνε για την εξωπραγματική σχεδόν ομορφιά της. Λεπτεπίλεπτο σκαρί, λευκορόδινη, απαλά μαλλιά, φίνα μύτη. Η μητέρα της φούσκωνε από περηφάνια όταν την παρουσίαζε στον κόσμο. Ο πατέρας της την είχε μη βρέξει και μη στάξει.

Έτσι ο θαυμασμός εκείνου ήρθε φυσικός κ αυτονόητος. Δεν ήταν φυσικά ο πρώτος. Τα κεφάλια γύριζαν στο διάβα της, αλλά λίγοι άντρες είχαν τύχη. Άγαρμποι και τραχείς, δεν άντεξε η λατρεμένη μοναχοκόρη τη συμπεριφορά και τα απωθημένα κανενός. Τέταρτο ραντεβού ποτέ δεν υπήρχε. Ο καθένας έβλεπε κάτι άλλο πάνω στο κορίτσι – άλλος εκδίκηση για μια πρώην σύζυγο, άλλος ματαιοδοξία που θα γινόταν η περιζήτητη κτήμα του, άλλος έναν άγγελο που θα γέμιζε μια χρόνια μοναξιά. Άλλοι δε μπορούσαν να διαχειριστούν να βλέπουν τόση ομορφιά και θέλανε να την κατασπαράξουν. Κάποιοι πάντα επιθυμούν να μαγαρίσουν το όμορφο. Αυτός όμως, αντικέρ και συλλέκτης πεταλούδων, ήξερε να τη χειριστεί.

Λάτρευε να την προσέχει. Αγαπούσε να τη φροντίζει. Να μη κάτσει πολύ στον ήλιο. Να μην ξενυχτήσει. Να μην σφίξει το μπράτσο της κατά λάθος γιατί το ευαίσθητο δέρμα μελάνιαζε εύκολα. Μασάζ στα πόδια για να μη πρηστούν οι τόσο ντελικάτοι αστράγαλοι. Δώρα τα καλύτερα φορέματα.

Την παντρεύτηκε φυσικά. Ήταν το κόσμημα στη συλλογή του, η βασίλισσα πεταλούδα. Δεν την ενθάρρυνε να δουλέψει. Στο σπίτι αυτή διάβαζε βιβλία και ακόνιζε το πνεύμα της. Το χιούμορ της το ίδιο λαμπερό με την ομορφιά της. Έκανε συζητήσεις μαζί της στο τραπέζι με ευχαρίστηση πριν την πάρει στο κρεβάτι και απαλά τη φιλήσει σε όλο της το κορμί. Μπροστά της ένιωθε λατρεία και συγκρατούσε το χείμαρρο της λαγνείας που απειλούσε να ξεχειλίσει από μέσα του, γιατί φοβόταν μη την πνίξει ο τόσος πόθος.

Μη έχοντας διέξοδο, ο χείμαρρος αυτός άρχισε να τον πνίγει όλο και πιο πολύ. Βρήκε διέξοδο με την υπάλληλο της μπουτίκ απέναντι από την αντικερί. Μια στρουμπουλή σαραντάρα ήταν, ζωντοχήρα, με έντονο μακιγιάζ, σγουρά βαμμένα μαλλιά και μεγάλα βυζιά που τα στρίμωχνε σε μικροσκοπικά μπλουζάκια. Στο κρεβάτι του ξενοδοχείου, μεσημέρια και απογεύματα, έβγαζε με λύσσα το χείμαρρο και έπνιγε την σαραντάρα που σπαρτάριζε από ηδονή. Δεν την ποθούσε καθόλου. Η ζωτικότητα της, τα κραυγαλέα ντεκολτέ, το ζουμερό χαμόγελο της και οι κοινότοπες κουβέντες της …. υπήρχαν στιγμές που θα την έλεγε και αποκρουστική. Αλλά μόλις έπεφτε γυμνή στο κρεβάτι έβλεπε το αρνητικό της γυναίκας του. Την άρπαζε, ανάσκελα, μπρούμυτα, τη δάγκωνε και τη ρουφούσε. Αχόρταγος. Δε σταματούσε να μπαίνει μέσα της, ξανά και ξανά, να της χουφτώνει τα βυζιά, να σκαμπιλίζει τον κώλο, να σφίγγει από ηδονή τα μπούτια της.

Μετά ένιωθε πάντα ανάλαφρος. Επέστρεφε σπίτι, αφού πρώτα σταματούσε σε ένα ανθοπωλείο ή ένα κοσμηματοπωλείο. Δεν είχε καθόλου ενοχές. Γι’ αυτή το έκανε εξάλλου. Για να μη δει ποτέ την βαρβαρότητα της αντρικής του φύσης. Για να μη τη σπάσει.

 

Tags

Related Articles